Πριν συνεχισω το άρθρο θα πρέπει να δωσω λιγο το background του άρθρου. Το 2001, αν θυμάμαι καλά τον Οκτωβριο, ο τομέα Αμερικάνικης Λογοτεχνίας & Πολιτισμού του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας του ΑΠΘ διοργάνωσε τ πρώτο Διεθνές συνέδριο επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Βιοτεχνολογικά και Ιατρικά θέματα στην Επιστημονική Φαντασία». Στο συνεδριο ειχαν προσκληθεί και διασημοι συγγραφεις όπως ο συγγραφέας (βραβευμένος με 2 Hugo και 1 Nebula) Greg Bear, η Joan Slonczewski και η Susan Squier, ακυρώσαν τελευταία στιγμή τη συμμετοχή τους, εξ’ αιτίας των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. ΟΡΑΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΡΤΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Θελοντας να συμμετάσχω μίλησα με τον Χρήστο Αρνομάλλη αρχισυντάκτη των πολιτιστικών στην «Θεσσαλονίκη» και ελαβα μερος στο συνεδριο ως απεσταλμένος της εφημερίδας. Ίσως αργότερα ανεβασω και το κείμενο για το συνεδριο. Κατά την διάρκεια του συνεδρίου πήρα και μία συνέντευξη από την κα Αθηνά Ανδρεάδη, Μοριακη Βιολόγος, εκεινη την εποχή καθηγητρια στο UMass Chan Medical School και συνεργάτιδα της NASA σε ότι αφορουσε την προετοιμασία για αποστολές στον Άρη.
Την συνέντευξη την ετοίμασα , ο Χρήστος την διόρθωσε αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Ο Χρήστος ήθελε να κάνουμε ενα αφιέρωμα στην εφημεριδα για την επιστημονική φαντασία και να βαλουμε εκει την συνέντευξη. Δυστυχως ο Χρήστος στις 26 Φεβρουαρίου του 2002 αποφάσισε να εγκαταλείψει τον μάταιο τουτο κόσμο και γι αυτό δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. 21 χρόνια αργότερα, κοντά 22, την δημοσιεύω ηλεκτρονικά σήμερα. Το στησιμο ειναι όπως ειχε ετοιμαστει για την εφημερίδα.
Η Αθηνά Ανδρεάδη, καθηγήτρια στις ΗΠΑ και συγγραφέας Επιστημονικής Φαντασίας, ξεδιπλώνει τα οράματά που την στηρίζουν στην επιστήμη της
Αναμαλλιασμένα πλάσματα με χοντρούς φακούς στα γυαλιά τους, βλέμματα περίεργα, χαμένα μέσα στους ψεύτικους κόσμους τους, είναι η εικόνα που ως επί το πλείστον έχουν οι μη «μυημένοι» για τους λάτρεις της Επιστημονικής Φαντασίας. Αιτία γι’ αυτό είναι κυρίως, η βιομηχανία του κινηματογράφου, που δημιούργησε φανατικούς που ντύνονταν με τα κοστούμια των ηρώων τους, αλλά και η συνήθειά μας να χλευάζουμε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε. Αποτέλεσμα να μην πλησιάζει κανένας τον κόσμο της γραπτής Επιστημονικής Φαντασίας και να επικρατεί η εντύπωση ότι όσοι ασχολούνται μαζί του κάθε άλλο παρά σοβαροί είναι. Στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο επιστημονικής φαντασίας που διεξήχθηκε στην Θεσσαλονίκη από 18 έως και 21 Οκτωβρίου του 2001, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε και να μιλήσουμε από κοντά με μία γυναίκα, που ενώ είναι λάτρης της Επιστημονικής Φαντασίας, ταυτόχρονα είναι και διακεκριμένη επιστήμονας στις ΗΠΑ, απέχοντας παρασάγγες από τις προηγούμενες περιγραφές.
Η Αθηνά Ανδρεάδη είναι ένας άνθρωπος με μάτια ζωντανά, παλλόμενα, σαν τα άστρα που τόσο την ενδιαφέρουν. Associate Professor στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, με πτυχίο στην βιοχημεία αλλά και στην αστροφυσική από το Harvard, διδακτορικό στο περίφημο ΜΙΤ και postdoctoral πάλι στο Harvard, συνδυάζει την ακαδημαϊκή θέση της με μια απλότητα που σε ξαφνιάζει.
Παιδί Πειραιώτη από τη Χίο και με μητέρα από την Ήπειρο, η κα Ανδρεάδη μεγάλωσε στην Αθήνα με όνειρα, που κρατούσε καλά κρυμμένα από τον περίγυρό της. Ενθουσιασμένη, όπως άλλωστε σχεδόν όλοι όσοι ανακάλυψαν την ΕΦ, με τις «20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα», παρασέρνεται σε ταξίδια σε περίεργους κόσμους…
«Οι ήρωες του Ιούλιου Βερν είναι σκληροί, όμως ο κάπτεν Νέμο είναι διαφορετικός, πολεμάει για έναν σκοπό ανώτερο από τη ζωή του, είναι πιο ανθρώπινος από όλους τους άλλους. Σε ηλικία 6-7 χρονών με έμπασε στον παράξενο κόσμο του. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να μοιραστώ τα όνειρά μου με οποιονδήποτε, πολύ περισσότερο επειδή ήμουν κορίτσι».
Στα δεκαοκτώ της φεύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου αναζητεί το όνειρό της μέσα από τις σπουδές. Μέσα στη δεκαετία του ’70 γνωρίζει ένα διαφορετικό είδος επιστημονικής φαντασίας, που προχωρά λίγο πιο πέρα από την απλή εξιστόρηση. Το νέο αυτό είδος ανακατεύει καθημερινά κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά προβλήματα και με πρόσχημα το μελλοντικό προσπαθεί να δώσει μια πρόταση για το πώς θα θέλαμε να είναι ο κόσμος που έρχεται.
«Οι ιστορίες που με ενθουσιάζουν δεν είναι απλές. Πρέπει οπωσδήποτε να έχουν μια καλή, μια έξυπνη ιδέα. Αυτό όμως δε φτάνει. Χρειάζεται να μπορεί ο συγγραφέας να αναπτύξει την πλοκή με τέτοιο τρόπο ώστε η ιδέα να ενισχύεται από την πένα. Στην ουσία το βιβλίο πρέπει να με ικανοποιεί σε πολλά επίπεδα. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που μου αρέσουν. Από τους παλιούς η Ούρσουλα Λεγκέν και ο Poul Anderson, ο οποίος είχε δημιουργήσει αξέχαστους χαρακτήρες. Από τους νέους, δύο που μου έρχονται αμέσως στο μυαλό είναι η Cherryh και ο Jack Mcdevitt, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, μια και δεν έχει γράψει και πολλά βιβλία. Ειδικά το βιβλίο του “Α Talent for War” θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας».
Η επιστημονική φαντασία έχει παρουσιάσει διεθνώς πολλές σχολές. Είχαμε τους κλασσικούς της χρυσής εποχής, τους συγγραφείς της δεκαετίας του ’60 επηρεασμένους από τα πολιτικά ρεύματα, αλλά και τους πειραματισμούς με τα ναρκωτικά, ενώ τελευταία είχαμε και το ρεύμα του cyberpunk. Η κα Ανδρεάδη θεωρεί ότι το cyberpunk έχει κλείσει πλέον τον κύκλο του και αυτή τη στιγμή εμφανίζονται συγγραφείς που δεν κατατάσσονται σε κάποιο συγκεκριμένο κίνημα, εξ’ άλλου όπως λέει, «το κύμα το αντιλαμβανόμαστε μόνο αφού έχει σκάσει στην ακτή. Δε βλέπω να υπάρχει μια μεγάλη ομάδα συγγραφέων που ακολουθεί την ίδια συνταγή. Υπάρχουν αρκετά ρεύματα, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι μείζον».
«Το είδος των ιστοριών δεν το διαλέγω, βέβαια δε μου αρέσουν οι ιστορίες με εναλλακτικά μέλλοντα στη γη, γιατί δεν υπάρχουν και τόσες πολλές επιλογές σ’ αυτά. Προτιμώ την ιδέα να πάει κάποιος σε ένα νέο περιβάλλον ενός καινούργιου πλανήτη, ενός νέου πολιτισμού, όπου ο άνθρωπος θα πρέπει να παλέψει για να κατανοήσει το καινούργιο και να βρει τρόπους επικοινωνίας με μια νέα, διαφορετική νοημοσύνη. Με τραβάει το καινούργιο, αυτό που μας κάνει να σκεφτόμαστε έξω από τα καλούπια του ανθρωποκεντρικού συστήματος».
Ο κινηματογράφος αποτελεί ένα κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή μας, πολύ περισσότερο στην επιστημονική φαντασία. Η επιρροή του στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, για το λογοτεχνικό είδος της ΕΦ ήταν όμως αρνητική. Για τους περισσότερους η ΕΦ δεν είναι τίποτα άλλο παρά συνεχείς μάχες και εκρήξεις στο διάστημα μεταξύ όντων που μοιάζουν με καλαμάρια ή σαύρες…
«Οι κινηματογραφικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας πάντα βασίζονταν στα εφέ. Αυτή όμως η ‘γενιά’ των ταινιών είναι οι πρώτες καλές, τεχνικά. Στις παλιότερες έβλεπες τα σύρματα πάνω από τα μοντέλα των διαστημοπλοίων, τα ψεύτικα κουστούμια των εξωγήινων και το άτεχνο μακιγιάζ των τεράτων. Ώσπου να χορτάσει ο κόσμος από τα εφέ αυτά θα έχουμε διαρροή θαυμαστών της γραπτής επιστημονικής φαντασίας προς το οπτικό μέρος της, που στην ουσία παρουσιάζει κάτι που δεν είναι ΕΦ. Αλλά όταν αυτό το κοινό χορτάσει από τα εφέ, πιστεύω ότι σιγά σιγά θα ξαναγυρίσει στην γραπτή ΕΦ. Το σινεμά είναι διασκέδαση, ο κόσμος όταν πάει στον κινηματογράφο δε θέλει να σκέφτεται, προτιμά να ξεχνιέται βλάπτοντας τις εικόνες. Αυτό που με ανησυχεί πιο πολύ είναι ότι τα έργα ΕΦ στον κινηματογράφο, ακόμα και όταν βασίζονται σε πολύ καλά βιβλία ΕΦ, δεν πιάνουν το νόημα. Προτιμούν να μείνουν στην επιφάνεια, στα εφέ και να αγνοήσουν εντελώς το μήνυμα. Αποτέλεσμα, ο κόσμος να συνδυάζει τα εφέ με την ΕΦ. Ακόμα και η μητέρα μου όταν της προτείνω να πάμε κινηματογράφο μου απαντά “τι θα πάμε να δούμε αυτά τα τέρατα;” Είναι δύσκολο να της εξηγήσω ότι για μας είναι ένας τρόπος να διευρύνουμε τη σκέψη μας και ότι ίσα ίσα η ΕΦ δεν είναι μόνον «τα τέρατα». Και αναφέρομαι στη μητέρα μου, την οποία δε μπορώ να θεωρήσω στενόμυαλη. Απλά ποτέ δε διάβασε κάποιο βιβλίο ΕΦ, ώστε να καταλάβει τη διαφορά. Η εντύπωση που της μένει είναι από τον “Πόλεμο των άστρων”, τον οποίο περιγράφει ως ένα “γουέστερν στα άστρα”. Εν πολλοίς δεν έχει άδικο. Όμως αν θα ήθελα να ξεχωρίσω μια σειρά, θα διάλεγα την τελευταία σειρά που γυρίστηκε για την τηλεόραση με θέμα το βιβλίο του Herbert “Dune”. Είναι πιστή στο βιβλίο και σαφώς καλογυρισμένη, εν αντιθέσει με την κινηματογραφική βερσιόν, που ίσως ήταν μια από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών. Όλες οι ταινίες που έγιναν με θέμα τον πλανήτη Άρη ήταν αποτυχίες, δε συμπαθώ τον Spielberg, δε θεωρώ ότι κάνει επιστημονική φαντασία».
Το 1998 η κα Ανδρεάδη γράφει το βιβλίο «To seek out new life : The biology of Star Trek». Τρεις ήταν κυρίως οι λόγοι που την ώθησαν να το γράψει. Ο πρώτος είχε να κάνει με την επιστημονική της γνώση, που εκτείνονταν σε πεδία πέρα από αυτά που χρησιμοποιούσε στην καθημερινή ακαδημαϊκή της ζωή. Ο δεύτερος λόγος ήταν η ίδια η σειρά «Star Trek». Η αναγνωρισημότητά της στον αγγλοσαξονικό κόσμο βοηθούσε να «περάσουν» ιδέες γύρω από τη βιολογία με εύκολο τρόπο σε ανθρώπους όχι και τόσο σχετικούς με το αντικείμενο. Ο τρίτος λόγος ήταν η ανάγκη της κας Ανδρεάδη να συνδυάσει αυτές τις δυο ενασχολήσεις της, που τόσο πολύ αγαπούσε και αγαπάει. Το βιβλίο έτσι και αλλιώς υπήρχε ήδη σχηματισμένο στο μυαλό της, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «μετακομίσει» στο χαρτί.. Έτσι, το έγραψε μέσα σε τρεις μόλις μήνες. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν μεγάλη. Το βιβλίο δε διαφημίστηκε ιδιαίτερα, και αυτό γιατί ο εκδοτικός οίκος υπολόγισε ότι από τον τίτλο του και μόνο θα πουλούσε. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε άδικο.
«Αυτό που μ’ ευχαρίστησε ιδιαιτέρως δεν ήταν μόνο η εμπορική επιτυχία του βιβλίου, όσο το ότι χρησιμοποιήθηκε από πολλά πανεπιστήμια σαν βοηθητικό εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της βιολογίας. Ταυτόχρονα όμως και για μένα άνοιξαν δίαυλοι επικοινωνίας με ανθρώπους που ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω, όπως π.χ. με αυτούς που δουλεύουν στη NASA. Γνώρισα τον επικεφαλής του οργανισμού για την εξερεύνηση του Άρη. Δεν τα λέω αυτά για να καυχηθώ, αλλά γιατί ήταν όνειρό μου να μπορώ να συνδιαλέγομαι με τέτοιους ανθρώπους. Όνειρο που έγινε πραγματικότητα μετά το βιβλίο μου. Πάντα ήθελα να μιλήσω μαζί τους μια και πιστεύω ότι η βιολογία είναι βασικός τομέας των εξερευνήσεων. Είχα την ανάγκη να ανταλλάξω ιδέες μαζί τους. Πώς θα είναι σε ένα καινούργιο περιβάλλον; Τι θα αντιμετωπίσουμε; Πολλοί συνάδελφοι δε θέλουν να συζητούν τέτοια θέματα, γιατί πιστεύουν ότι θα είναι δείγμα έλλειψης επαγγελματισμού. Όταν έγραψα το βιβλίο, υπήρξαν συνάδελφοι που έρχονταν και μου μιλούσαν γι’ αυτό κρυφά, σα να ήταν μάθημα στο κρυφό σχόλιο. Δεν τολμούσαν να το πουν ανοιχτά. Υπήρχαν διάφοροι συνάδελφοι που μου λέγανε ότι έπρεπε πρώτα να μονιμοποιηθώ στο πανεπιστήμιο και μετά να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο. Η δική μου απάντηση ήταν πάντα ότι αν περιμένω πότε θα γίνει αυτό, θα στερέψω, θα στεγνώσω από ιδέες.
Παρατήρησα ότι οι συνάδελφοί που ήταν βέβαιοι για την αξία τους το δεχτήκανε πολύ εύκολα. Ο ακαδημαϊκός προϊστάμενός μου, μάλιστα, δέχτηκε πρότασή μου για τη διδασκαλία μαθήματος αστροβιολογίας. Για να καταλάβετε, κάθε φορά που με βλέπει ζητάει την πρότασή μου για να προχωρήσουν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αυτοί που ‘πολεμάνε’ το βιβλίο μου είναι συνάδελφοι που δεν είναι σίγουροι για τον εαυτό τους, ανεξάρτητου ηλικίας ή φύλου»
Η κα Ανδρεάδη είναι και δείχνει ένας άνθρωπος σίγουρος για τον εαυτό του. Κάνει αυτό που θέλει και το διασκεδάζει. Ίσως αυτό να είναι και το μυστικό της άνεσής της. Θεωρεί ότι το επάγγελμά της είναι πιο κοντά στον καλλιτέχνη απ’ ό,τι το επάγγελμα ενός τραπεζικού ή ενός δικηγόρου. Πού στηρίζει αυτή της την πεποίθηση; Προφανώς στις συνθήκες που ισχύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο επιστήμονας ενός πανεπιστημίου στις ΗΠΑ δεν είναι απλά ένας καθηγητής. Απαιτείται να διδάσκει, να κάνει έρευνα, αφιερώνει τουλάχιστον 60 – 70 ώρες την εβδομάδα στο επάγγελμά του. Ακόμα και τα κονδύλια αυτός θα πρέπει να τα βρει και να τα διαχειριστεί. Και πράγματι η κα Ανδρεάδη δε μοιάζει με την φιγούρα του Έλληνα καθηγητή πανεπιστημίου που έχουμε στο μυαλό μας.
« Η επιστημονική φαντασία στην Ελλάδα μου είναι σχετικά άγνωστη. Ήξερα ότι η κίνηση είναι ισχνή. Νομίζω όμως πως και η γλώσσα μας δεν είναι φτιαγμένη γι’ αυτό το είδος. Τα αγγλικά είναι μια γλώσσα χωρίς καταλήξεις και η γραμματική είναι πολύ πιο χαλαρή από τη δική μας, δίνοντας την δυνατότητα να σχηματίσεις ουσιαστικά που δε θα πρέπει απαραίτητα να ανήκουν σε κάποιο από τα τρία γένη. Η επιστημονική φαντασία απαιτεί έννοιες που δε μοιάζουν απαραίτητα μ’ αυτές που ξέρουμε. Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η κληρονομιά μας. Σαν έθνος είχαμε την τύχη να ζήσουμε δυο, αν όχι τρεις, αν θεωρήσουμε σαν ξεχωριστή την αλεξανδρινή περίοδο, χρυσές εποχές τη στιγμή που άλλα έθνη μόλις και μετά βίας έζησαν μια. Αποτέλεσμα αυτής της βαριάς κληρονομιά μας είναι οι συγγραφείς να στρέφονται προς αυτή και να την ανακατεύουν στην επιστημονική φαντασία. Το αποτέλεσμα δεν είναι καλή επιστημονική φαντασία. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε την καθυστέρηση που σημείωσε η βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα. Την εποχή που οι Αγγλοσάξονες δουλεύανε με τις μηχανές εμείς ακόμα οργώναμε με τα ζώα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, θα έβαζα τη διαφορά της νοοτροπίας των Ελλήνων και των Αγγλοσαξόνων. Κατά τη γνώμη μου οι Αγγλοσάξονες είναι αισθηματίες, γράφουν με το συναίσθημα. Από τον Έλληνα δε λείπει το συναίσθημα, αλλά έχει την τάση να προσπαθεί να βρει γρήγορες και έξυπνες, πρακτικές λύσεις για τα προβλήματά του. Η επιστημονική φαντασία χρειάζεται ρομαντισμό. Η ελληνική παράδοση βέβαια έχει δυο πόλους. Ο ένας αντιπροσωπεύεται από τον Οδυσσέα. Ο άλλος από τους υπόλοιπους ήρωες της Ιλιάδας. Ο πρώτος έχει έναν σκοπό, να τελειώσει όσο πιο γρήγορα τη δουλειά του και να βρει επινοητικούς μεν, πρακτικούς δε τρόπους, για να γυρίσει στην πατρίδα του. Ο άλλος πόλος έχει την τιμή του πάνω από οτιδήποτε, το όραμά του είναι απλό, πάνω από τα υλικά αγαθά Αυτοί οι ήρωες θα έγραφαν επιστημονική φαντασία, ο Οδυσσέας ποτέ!»
Θωμάς Τζήρος